saldo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saldo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saldo | saldoj |
αιτιατική | saldon | saldojn |
saldo (eo)
- το υπόλοιπο ενός λογαριασμού