saleswoman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
saleswoman saleswomen

Ετυμολογία [επεξεργασία]

saleswoman < sales + -woman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

saleswoman (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]