Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.3
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
saleswoman
18 γλώσσες
বাংলা
English
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
ಕನ್ನಡ
Kurdî
Malagasy
Oromoo
Polski
Română
Русский
Simple English
Svenska
தமிழ்
Tiếng Việt
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
saleswoman
saleswomen
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
saleswoman
<
sales
+
-woman
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
saleswoman
(en)
(
επάγγελμα
)
η
πλασιέ
A
saleswoman
came to sell me an electronic device.
Ήρθε μια
πλασιέ
να μου πουλήσει μια ηλεκτρονική συσκευή.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
salesman
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
salesman
Πηγές
[
επεξεργασία
]
saleswoman
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -woman (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Επαγγέλματα (αγγλικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
saleswoman
18 γλώσσες
Προσθήκη θέματος