salesman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
salesman | salesmen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salesman (en)
- (επάγγελμα) ο πλασιέ
- ↪ A salesman came to sell me an electronic device.
- Ήρθε ένας πλασιέ να μου πουλήσει μια ηλεκτρονική συσκευή.
- ≈ συνώνυμα: rep, representative, sales representative και sales rep
- ↪ A salesman came to sell me an electronic device.