rep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- rep < περικοπή του representative
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rep | reps |
- ο/η αντιπρόσωπος
- ↪ Their European rep is based in France.
- Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
- ↪ Their European rep is based in France.
- (επάγγελμα) ο/η πλασιέ
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- rep < περικοπή του reputation
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rep | reps |
- η φήμη, το όνομα
- ↪ I have a good/bad rep.
- Έχω καλή/κακή φήμη.
- ↪ What gained him such a rep?
- Γιατί έβγαλε τέτοιο όνομα;
- ↪ I have a good/bad rep.
Πηγές
[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rep (sr)
- λατινική γραφή του реп