sales representative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sales representative sales representatives

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sales representative < → δείτε τις λέξεις sales και representative

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

sales representative (en) (επίσημο)

  • (επάγγελμα) ο/η πλασιέ
    Sales representatives are constantly trying to sell their products.
    Οι πλασιέδες προσπαθούν συνεχώς να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη salesman

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]