saprophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saprophage | saprophages |
saprophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται με θηράματα σε κατάσταση αποσύνθεσης