scrape through

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας scrape through
γ΄ ενικό ενεστώτα scrapes through
αόριστος scraped through
παθητική μετοχή scraped through
ενεργητική μετοχή scraping through

Ετυμολογία [επεξεργασία]

scrape through < → δείτε τις λέξεις scrape και through

Ρήμα[επεξεργασία]

scrape through (en)

  • περνάω κάτι με δυσκολία
    I scraped through the exams.
    Πέρασα τις εξετάσεις με το ζόρι.

Πηγές[επεξεργασία]