secco
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- secco < λατινική siccus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seikʷ
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
secco | secca |
secco (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
secco | secca |
secco (it)