seclusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

seclusion (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μοναξιά, η κατάσταση της ιδιωτικής ζωής ή της μικρής επαφής με άλλα πρόσωπα
    in the seclusion of my own house - μέσα στη μοναξιά του σπιτιού μου
    I live in seclusion.
    Ζω στη μονοξιά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη solitude

Πηγές[επεξεργασία]