Μετάβαση στο περιεχόμενο

solitude

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

solitude (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μοναξιά, η κατάσταση όταν είμαι μόνος, ειδικά όταν το βρίσκω ευχάριστο
      I am fond of solitude.
    Μου αρέσει η μοναξιά.
      The solitude of the forest.
    H μοναξιά του δάσους.
     συνώνυμα:  loneliness και seclusion



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
solitude solitudes

solitude (fr) θηλυκό