solitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solitude (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μοναξιά, η κατάσταση όταν είμαι μόνος, ειδικά όταν το βρίσκω ευχάριστο
    I am fond of solitude.
    Μου αρέσει η μοναξιά.
    The solitude of the forest.
    H μοναξιά του δάσους.
     συνώνυμα:  loneliness και seclusion

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
solitude solitudes

solitude (fr) θηλυκό