sedate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]sedate (en)
- sedate colours : ήρεμα, αναπαυτικά χρώματα
- she is a very sedate person : είναι άνθρωπος ήρεμος
Ρήμα
[επεξεργασία]sedate (en)
- καταπραΰνω, θέτω σε καταστολή, σε ύπνο κάποιο άτομο με τη χρήση ηρεμιστικών φαρμάκων