sedate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sedate (en)
- sedate colours : ήρεμα, αναπαυτικά χρώματα
- she is a very sedate person : είναι άνθρωπος ήρεμος
Ρήμα[επεξεργασία]
sedate (en)
- καταπραΰνω, θέτω σε καταστολή, σε ύπνο κάποιο άτομο με τη χρήση ηρεμιστικών φαρμάκων