Μετάβαση στο περιεχόμενο

sedate

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

sedate (en)

sedate colours  : ήρεμα, αναπαυτικά χρώματα
she is a very sedate person : είναι άνθρωπος ήρεμος

sedate (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]