sedo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sedo < sedeo

Ρήμα[επεξεργασία]

sedo

  1. (κυριολεκτικά) κάνω κάποιον να καθίσει
  2. παύω
  3. καταστέλλω
  4. κατευνάζω
  5. καταπραΰνω
  6. σβήνω

Κλίση[επεξεργασία]