sekcio
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σε:
πλοήγηση
,
αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
sekcio
<
sekci
+
-o
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
sekcio
sekcioj
αιτιατική
sekcion
sekciojn
sekcio
(eo)
τομέας
,
μέρος
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (εσπεράντο)
Γλώσσα εσπεράντο
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
English
Esperanto
Suomi
Français
Malagasy
Polski
Русский