sekto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekto | sektoj |
αιτιατική | sekton | sektojn |
sekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekto | sektoj |
αιτιατική | sekton | sektojn |
sekto (eo)