sekto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekto | sektoj |
αιτιατική | sekton | sektojn |
sekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekto | sektoj |
αιτιατική | sekton | sektojn |
sekto (eo)