serpe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
serpe serpes

serpe (fr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

serpe (it)