Μετάβαση στο περιεχόμενο

settle into

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας settle into
γ΄ ενικό ενεστώτα settles into
αόριστος settled into
παθητική μετοχή settled into
ενεργητική μετοχή settling into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
settle into <  δείτε τις λέξεις settle και into

settle into (en)