severity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η σοβαρότητα μιας κατάστασης, μιας πάθησης
- ⮡ I understand the severity of the situation.
- Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
- ≈ συνώνυμα: seriousness
- ⮡ I understand the severity of the situation.
- η αυστηρότητα, η σκληρότητα, το γεγονός ότι κάτι, ειδικά μια τιμωρία, είναι πολύ αυστηρό ή σκληρό
- ⮡ The severity of the climate in the area makes it difficult to cultivate certain plants.
- Η αυστηρότητα του κλίματος στην περιοχή δυσκολεύει την καλλιέργεια ορισμένων φυτών.
- ⮡ The severity of the regulation included strict punishments for violations.
- Η σκληρότητα του κανονισμού περιλάμβανε αυστηρές ποινές για τις παραβάσεις.
- ⮡ The severity of the climate in the area makes it difficult to cultivate certain plants.