Μετάβαση στο περιεχόμενο

sexual intercourse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sexual intercourse <  δείτε τις λέξεις sexual και intercourse

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

sexual intercourse (en) (μη μετρήσιμο)

  • (επίσημο) η συνουσία
      The medical examiner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent sexual intercourse.
    Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη intercourse