shut-eye
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shut-eye (en) (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο)
- ύπνος
- ↪ I didn’t get any shut-eye all night.
- Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα.
- ↪ I didn’t get any shut-eye all night.