Μετάβαση στο περιεχόμενο

significance

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

significance (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η σημασία, το κατά πόσο είναι κάτι σημαντικό
      This topic doesn’t have much significance.
    Αυτό το θέμα δεν έχει πολλή σημασία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη importance
  2. η σημασία, το νόημα
      Do you understand the significance of what you said?
    Καταλαβαίνεις τη σημασία αυτού που είπες;
      He understood the significance of the remark.
    Κατάλαβε το νόημα της παρατήρησης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη meaning