simp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
simp simps

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
simp < περικοπή του simpleton

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

simp (en)

  1. (αργκό) χαζός, γλυκανάλατος, ανόητο άτομο, που του λείπει η αίσθηση του κοινού νου
  2. (αργκό, κατ’ επέκταση) άτομο που δεν αξίζει το σεβασμό
  3. (διαδικτυακή αργκό) πρόσωπο, συνήθως άντρας, που προσπαθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με υπερβολικά θετικά σχόλια που κάνει για άλλο άτομο να προκαλέσει το ενδιαφέρον του, συχνά το ερωτικό
    → δείτε και τη λέξη simping (διαδικτυακή συμπεριφορά)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • simp στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (για διαδίκτυο)