simp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
simp | simps |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- simp < περικοπή του simpleton
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]simp (en)
- (αργκό) χαζός, γλυκανάλατος, ανόητο άτομο, που του λείπει η αίσθηση του κοινού νου
- (αργκό, κατ’ επέκταση) άτομο που δεν αξίζει το σεβασμό
- (διαδικτυακή αργκό) πρόσωπο, συνήθως άντρας, που προσπαθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με υπερβολικά θετικά σχόλια που κάνει για άλλο άτομο να προκαλέσει το ενδιαφέρον του, συχνά το ερωτικό
- → δείτε και τη λέξη simping (διαδικτυακή συμπεριφορά)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- simp στην αγγλική Βικιπαίδεια (για διαδίκτυο)