simplet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | simplet | simplets |
θηλυκό | simplette | simplettes |
Επίθετο
[επεξεργασία]simplet (fr)
- απλοϊκός, υπερβολικά απλουστευμένος
- χαζούλης, αγαθιάρης