skolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skolo | skoloj |
αιτιατική | skolon | skolojn |
skolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skolo | skoloj |
αιτιατική | skolon | skolojn |
skolo (eo)