skyline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
skyline | skylines |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]skyline (en)
- ο ορίζοντας μιας πόλης, η χαρακτηριστική όψη μιας πόλης με τα κτήριά της
- ⮡ New York’s skyline - ο ορίζοντας της Νέας Γόρκης
Πηγές
[επεξεργασία]- skyline - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορίζοντας