skyline

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
skyline skylines

Ετυμολογία [επεξεργασία]

skyline < sky + line

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

skyline (en)

  • ο ορίζοντας μιας πόλης, η χαρακτηριστική όψη μιας πόλης με τα κτήριά της
    New York’s skyline - ο ορίζοντας της Νέας Γόρκης

Πηγές[επεξεργασία]