slak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- slak < μέση ολλανδική slecke (< πρωτογερμανική *slikkō)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slak (nl) αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- slek (ιδιωματικό)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slak (nl) θηλυκό
- σκωρία μεταλλεύματος
- υπολείμματα στερεών καυσίμων