slak
Εμφάνιση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- slak < μέση ολλανδική slecke (< πρωτογερμανική *slikkō)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]slak (nl) αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- slek (ιδιωματικό)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]slak (nl) θηλυκό
- σκωρία μεταλλεύματος
- υπολείμματα στερεών καυσίμων