sleepy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | sleepy |
συγκριτικός | sleepier |
υπερθετικός | sleepiest |
Επίθετο[επεξεργασία]
sleepy (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sleepy (en)
- η τσίμπλα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη sleep