slept
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
slept (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος sleep