soar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
soar (en)
- το πέταγμα (του πουλιού)
Ρήμα[επεξεργασία]
soar (en)
- πετώ ψηλά
- (μεταφορικά) ανέρχομαι, ανεβαίνω, αυξάνομαι