soifo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soifo | soifoj |
αιτιατική | soifon | soifojn |
soifo (eo)
- η δίψα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soifo | soifoj |
αιτιατική | soifon | soifojn |
soifo (eo)