somera
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | somera | someraj |
αιτιατική | someran | somerajn |
somera (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | somera | someraj |
αιτιατική | someran | somerajn |
somera (eo)