souris

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
souris souris

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

souris (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο ποντικός
  2. (πληροφορική) το ποντίκι (για τους υπολογιστές)
    la souris de l'ordinateur - το ποντίκι του υπολογιστή

Συγγενικά

[επεξεργασία]