spalla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spalla < λατινική spatula

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spalla spalle

spalla (it) θηλυκό