spare part

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spare part spare parts

Ετυμολογία [επεξεργασία]

spare part < → δείτε τις λέξεις spare και part

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

spare part (en)

  • (συνήθως πληθυντικός) το ανταλλακτικό
    spare parts for cooking appliances - ανταλλακτικά μαγειρικών σκευών

Πηγές[επεξεργασία]