spare part
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spare part | spare parts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
spare part (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το ανταλλακτικό
- ↪ spare parts for cooking appliances - ανταλλακτικά μαγειρικών σκευών