Μετάβαση στο περιεχόμενο

spare

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός spare
συγκριτικός sparer
υπερθετικός sparest

spare (en)

  1. εφεδρικός
     συνώνυμα: reserve
ενεστώτας spare
γ΄ ενικό ενεστώτα spares
αόριστος spared
παθητική μετοχή spared
ενεργητική μετοχή sparing

spare (en)

  1. έχω, και μου περισσεύει (και με το παραπάνω), κάνω κάτι, όπως χρόνο ή χρήμα, διαθέσιμο σε κάποιον ή για κάτι, ειδικά όταν χρειάζεται προσπάθεια για να το κάνω αυτό
    παράδειγμα  As for olive oil, we have enough to spare.
    Όσο για λάδι, έχουμε, και με το παραπάνω.
  2. απαλλάσσω, λείπω, αποτρέπω τον εαυτό μου ή κάποιον άλλο από το να αντέξει μια δυσάρεστη εμπειρία
    παράδειγμα  Please, spare me your wit!
    Σε παρακαλώ απάλλαξέ με από τις εξυπνάδες σου!
    παράδειγμα  A season ticket spares you the trouble of…
    Ένα εισιτήριο διαρκείας σε απαλλάσσει από τη φασαρία να…
    παράδειγμα  Spare me the details.
    Να μου λείπουν οι λεπτομέρειες.
  3. (επίσημο) δείχνω έλεος