spare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | spare |
συγκριτικός | sparer |
υπερθετικός | sparest |
spare (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | spare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spares |
αόριστος | spared |
παθητική μετοχή | spared |
ενεργητική μετοχή | sparing |
spare (en)
- δείχνω έλεος
- εξοικονομώ
- έχω, και μου περισσεύει (και με το παραπάνω)
- ↪ As for olive oil, we have enough to spare.
- Όσο για λάδι, έχουμε, και με το παραπάνω.
- ↪ As for olive oil, we have enough to spare.
Πηγές[επεξεργασία]
- spare - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- spare - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπάνω