spare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός spare
συγκριτικός sparer
υπερθετικός sparest

spare (en)

  1. εφεδρικός
     συνώνυμα: reserve

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας spare
γ΄ ενικό ενεστώτα spares
αόριστος spared
παθητική μετοχή spared
ενεργητική μετοχή sparing

spare (en)

  1. δείχνω έλεος
  2. εξοικονομώ
  3. έχω, και μου περισσεύει (και με το παραπάνω)
    As for olive oil, we have enough to spare.
    Όσο για λάδι, έχουμε, και με το παραπάνω.

Πηγές[επεξεργασία]

  • spare - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • spare - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684. , λήμμα: παραπάνω