spasma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spasma | spasmaj |
αιτιατική | spasman | spasmajn |
spasma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spasma | spasmaj |
αιτιατική | spasman | spasmajn |
spasma (eo)