splinter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˈsplɪntə/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]splinter (en)
- πελεκούδι, παρασχίδα, σκλήθρα, αγκίδα
- Συνώνυμα: sliver of wood
- (μεταφορικά) αποσχισμένος, θραύσμα μητρικής οργάνωσης
Ρήμα
[επεξεργασία]splinter (en)