stabila
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stabila | stabilaj |
αιτιατική | stabilan | stabilajn |
stabila (eo)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη stabil-