stance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stance | stances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stance (en)
- η στάση, η θέση, ο τρόπος που αντιμετωπίζει κάποιος κάτι
- ↪ my stance on the problem - η στάση μου σ' αυτό το πρόβλημα
- ↪ What is your stance on this issue?
- Ποια είναι η θέση σου σ' αυτό το θέμα;
- η στάση, η θέση, ο τρόπος που στέκεται κανείς
- ↪ Look at her stance in this photograph!
- Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!
- ↪ the goalkeeper’s stance - η θέση του τερματοφύλακα
- ↪ Look at her stance in this photograph!
Πηγές[επεξεργασία]
- stance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 372-374. ISBN 9780194325684., λήμμα: θέση