stance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stance (en)

  • η στάση, ο τρόπος που στέκεται κανείς
  • η στάση, ο τρόπος που αντιμετωπίζει κάποιος κάτι