stance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stance stances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stance (en)

  1. η στάση, η θέση, ο τρόπος που αντιμετωπίζει κάποιος κάτι
    my stance on the problem - η στάση μου σ' αυτό το πρόβλημα
    What is your stance on this issue?
    Ποια είναι η θέση σου σ' αυτό το θέμα;
  2. η στάση, η θέση, ο τρόπος που στέκεται κανείς
    Look at her stance in this photograph!
    Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!
    the goalkeeper’s stance - η θέση του τερματοφύλακα

Πηγές[επεξεργασία]