stapler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stapler | staplers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stapler (en)
- το συρραπτικό
ενικός | πληθυντικός |
stapler | staplers |
stapler (en)