Μετάβαση στο περιεχόμενο

stapler

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
stapler staplers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stapler < staple + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stapler (en)