stationery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stationery | stationeries |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsteɪʃ(ə)n(ə)ɹi/ (βρετανικό)
- ομόηχο: stationary (στατικός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stationery (en)
- (περιληπτικό ουσιαστικό) η γραφική ύλη