statuary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
statuary statuaries

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈstæ.t͡ʃʊə.ɹi/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈstæ.t͡ʃu.ɛəɹi/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

statuary (en)

  1. (γλυπτική) η αγαλματοποιία
  2. (επάγγελμα) άτομο που εμπορεύεται αγάλματα

Επίθετο

[επεξεργασία]

statuary (en)