statuary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
statuary | statuaries |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstæ.t͡ʃʊə.ɹi/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /ˈstæ.t͡ʃu.ɛəɹi/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]statuary (en)
- (γλυπτική) η αγαλματοποιία
- (επάγγελμα) άτομο που εμπορεύεται αγάλματα
Επίθετο
[επεξεργασία]statuary (en)