Μετάβαση στο περιεχόμενο

stink

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας stink
γ΄ ενικό ενεστώτα stinks
αόριστος stank, stunk
παθητική μετοχή stunk
ενεργητική μετοχή stinking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stink (en)

  1. (αμετάβατο) βρομάω, βρομοκοπάω, όζω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα
      Your feet stink!
    Τα πόδια σου βρομοκοπούν!
      That fish stinks.
    Αυτό το ψάρι βρομάει.
      The river stinks from the industrial waste.
    Ο ποταμός όζει από τα βιομηχανικά λύματα.
      The central part of the city stinks.
    Ζέχνει κεντρικό σημείο της πόλης.
     συνώνυμα: reek, smell bad
  2. (αμετάβατο) βρομάω, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις
      The whole business stinks.
    Βρομάει η όλη υπόθεση.
     συνώνυμα: reek

Παράγωγα

[επεξεργασία]