reek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | reek |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | reeks |
αόριστος | reeked |
παθητική μετοχή | reeked |
ενεργητική μετοχή | reeking |
reek (en)