stockholder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stockholder | stockholders |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stockholder (en)
- (οικονομία) ο/η μέτοχος, που έχει μετοχές
- ⮡ distribution of profits to stockholders - κατανομή των κερδών στους μετόχους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη shareholder