stump up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stump up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stumps up |
αόριστος | stumped up |
παθητική μετοχή | stumped up |
ενεργητική μετοχή | stumping up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stump up (en)
- (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) πέφτω, πληρώνω χρήματα για κάτι