stump up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας stump up
γ΄ ενικό ενεστώτα stumps up
αόριστος stumped up
παθητική μετοχή stumped up
ενεργητική μετοχή stumping up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stump up < → δείτε τις λέξεις stump και up

Ρήμα[επεξεργασία]

stump up (en)

Πηγές[επεξεργασία]