stuntman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
stuntman stuntmen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stuntman < stunt + -man. (μαρτυρείται από το 1927)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈstʌnt.mæn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stuntman (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. stuntman - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)