Μετάβαση στο περιεχόμενο

submit

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας submit
γ΄ ενικό ενεστώτα submits
αόριστος submitted
παθητική μετοχή submitted
ενεργητική μετοχή submitting

submit (en)

  1. (μεταβατικό) καταθέτω, υποβάλλω αίτηση, έγγραφα
      Submit the application filled out.
    Κατέθεσε την αίτηση συμπληρωμένη.
      He submitted the papers for his nomination.
    Υπέβαλε τα χαρτιά του για διορισμό.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) υποτάσσομαι, αποδέχομαι παθητικά κάτι
      We will never submit to force.
    Ποτέ δε θα υποταχτούμε στη βία.
      Should a wife submit (herself) to her husband?
    Πρέπει να υποτάσσεται η γυναίκα στον άντρα της;