success
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
success | successes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]success (en)
- (μη μετρήσιμο) η επιτυχία, το γεγονός ότι έχω πετύχει κάτι που θέλω
- ⮡ He attributed his success to hard work.
- Απέδωσε την επιτυχία του στη σκληρή δουλειά.
- ⮡ He attributed his success to hard work.
- η επιτυχία, ένα άτομο ή ένα πράγμα που έχει επιτύχει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα
- ⮡ The party was a huge success.
- Το πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία.
- ⮡ It was a smash success.
- Είχε καταπληκτική επιτυχία.
- ⮡ The party was a huge success.