sunsistemo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sunsistemo | sunsistemoj |
αιτιατική | sunsistemon | sunsistemojn |
sunsistemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sunsistemo | sunsistemoj |
αιτιατική | sunsistemon | sunsistemojn |
sunsistemo (eo)