superbazaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superbazaro | superbazaroj |
αιτιατική | superbazaron | superbazarojn |
superbazaro (eo)
- το σουπερμάρκετ